Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Η μάχη της τσιπούρας στο Αιγαίο

Κωνσταντίνος Αγγγελάκης

Συνεχίζεται και φέτος η «διελκυστίνδα» που διεξάγεται από τον Ιανουάριο του 1996 με αφορμή την κρίση των Ιμίων, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ψαράδων στην περιοχή του Αιγαίου. Παραβιάζοντας τα ελληνικά χωρικά ύδατα, τα τουρκικά αλιευτικά σκάφη ψαρεύουν τσιπούρες σε μικρή απόσταση από τα ελληνικά νησιά, με αποτέλεσμα να εγείρεται θέμα «γκρίζων ζωνών», αλλά και να μεγεθύνονται οι οικονομικές επιπτώσεις για τους Έλληνες ψαράδες.

Η «μάχη της τσιπούρας» κρατά εδώ και…13 χρόνια με αφορμή την κρίση που είχε δημιουργηθεί στην βραχονησίδα των Ιμίων. Από τότε μέχρι σήμερα Έλληνες και Τούρκοι ψαράδες «διαγκωνίζονται» για την αλίευση της «κορονάτης μαύρης τσιπούρας», που ξεκινά από τις αρχές Δεκεμβρίου και κορυφώνεται προς τα τέλη Φεβρουαρίου. Μπορεί τα ελληνικά χωρικά ύδατα να εκτείνονται στα 6 μίλια από τη φυσική ακτογραμμή των νησιών, παρατηρείται, όμως, το φαινόμενο οι Τούρκοι ψαράδες να φθάνουν και μόλις 2 μίλια από τα νησιά του Αιγαίου για να ψαρέψουν. Η τουρκική προκλητικότητα, όμως, δεν σταματάει εδώ. Τουρκικά αλιευτικά σκάφη πλέουν ανάμεσα στα καΐκια της Καλύμνου και της Κω και κόβουν τα παραγάδια που έχουν ρίξει οι Έλληνες ψαράδες. Η ταχύτητα, μάλιστα, που αναπτύσσουν είναι πολλές φορές τόσο μεγάλη που τα θαλάσσια ρεύματα αναποδογυρίζουν τα ελληνικά σκάφη, με συνέπεια να τίθεται σε κίνδυνο η ζωή των ψαράδων. Στην περιοχή βρίσκονται, πάντα, ένα πλωτό του ελληνικού Λιμενικού, και από την «αντίπερα όχθη», μια ακταιωρός της τουρκικής ακτοφυλακής που παρακολουθούν διακριτικά τις εξελίξεις. Συνομιλήσαμε με τον πρόεδρο των Αλιέων Καλύμνου, Γιώργο Κατσοτούρχη καθώς και τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Πλοιοκτητών Μέσης Αλιείας (ΠΕΠΜΑ), Δημήτρη Ταουλτζή σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες ψαράδες στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου.


ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΨΑΡΑΔΩΝ

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι τα μεγάλα αλιευτικά σκάφη της Τουρκίας – τα λεγόμενα γρι- γρι, 50 μέτρα σκάφη-, τα οποία ψαρεύουν μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα, χωρίς να παρενοχλούνται από κανένα με την επιχείρηση της τουρκικής ακταιωρού» μας επεσήμανε ο κ. Γιώργος Κατσοτούρχης. Τόνισε, επίσης, ότι τα «11 τουρκικά γρι- γρι έχουν “σκουπίσει” όλα τα παραγάδια στη γύρω περιοχή, και οι Καλύμνιοι ψαράδες, περίπου 130 οικογένειες, περιμένουν, τώρα, από την κυβέρνηση να τους αποζημιώσει». Για οικονομική καταστροφή και χαμένο αγώνα έκανε λόγο ο ίδιος σε ό,τι αφορά τα χρήματα που έχουν χάσει οι Έλληνες ψαράδες αναφέροντας ότι «στην περιοχή δουλεύουνε 35 ελληνικά αλιευτικά σκάφη, και αυτοί οι άνθρωποι τα χάσανε τώρα όλα, δεν απόμεινε τίποτα, είναι μια ζημιά που ανέρχεται στο 1.000.000 ευρώ για αυτούς τους δύο μήνες» Ο κ. Κατσοτούρχης μας περιέγραψε, ακόμα, ένα περιστατικό σχετικά με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ψαράδες από την προσέγγιση της τουρκικής ακταιωρού, με αριθμό νηολογίας 304, κοντά στα ελληνικά αλιευτικά σκάφη. «Αυτή η μεγάλη ακταιωρός πέρασε πρόσφατα από απόσταση δύο μέτρων από ένα καΐκι και έριξε τους ψαράδες στη θάλασσα» ανέφερε εμφατικά. Κατήγγειλε, επίσης, την απάθεια της ελληνικής λιμενικής αρχής, υπογραμμίζοντας πως «το δικό μας πλωτό καθόταν και παρακολουθούσε, λες και δεν συνέβη τίποτα».

Στο ίδιος μήκος κύματος κινείται και ο κ. Δημήτρης Ταουλτζής, ο οποίος μας περιέγραψε τη γέννηση του ζητήματος από το 1995, όταν ακόμα οι Τούρκοι ψαράδες ψάρευαν στον Εύξεινο Πόντο και μετακινήθηκαν, αργότερα, προς το Αιγαίο Πέλαγος. «Από το 1995 οι υπεράριθμοι Τούρκοι ψαράδες κάτω από συνθήκες πλήρους ασυδοσίας κατέστρεψαν τα αποθέματα του γαύρου και της σαρδέλας, και γενικά των αφροψάρων στη Μαύρη Θάλασσα» ανέφερε χαρακτηριστικά. Και συνεχίζοντας, σημείωσε ότι «αφέθηκαν, όμως, στη συνέχεια, ανεξέλεγκτοι να “περάσουν” και στο Αιγαίο πέλαγος, εκμεταλλευόμενοι τα περιοριστικά μέτρα που άρχισαν να εφαρμόζονται σε βάρος του ελληνικού στόλου- καθώς και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών στόλων- την εποχή εκείνη». Θεωρεί, επίσης, ότι η «αδράνεια» της ελληνικής πλευράς, έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα τουρκικά αλιευτικά σκάφη. Κατόπιν, έκανε λόγο για καταστρατήγηση της υφαλοκρηπίδας από τις τουρκικές μηχανότρατες και τα γρι- γρι λέγοντας πως «όταν ένα τουρκικό σκάφος βρίσκεται δυτικά της Μυτιλήνης και ξεπερνάει τα έξι μίλια, τότε, δεν μπορούμε να μιλάμε για υφαλοκρηπίδα». Μας μίλησε, ακόμα, για την «αποθράσυνση» των Τούρκων ψαράδων, οι οποίοι «πριν από λίγο διάστημα βρισκόντουσαν πέντε μίλια ανοιχτά της Μαρώνειας, δηλαδή μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Καβάλας». Επεσήμανε ότι «επεκτείνονται κάθε χρόνο, σταδιακά και μεθοδικά, όλο και πιο δυτικά, με αποτέλεσμα πριν δύο χρόνια να ψαρέψουν σε κοντινή απόσταση από τις βόρειες Σποράδες».

Παράλληλα, προσέθεσε ότι «στην περιοχή αυτή υπάρχει ένας αρχαιολογικός χώρος, τεραστίων διαστάσεων, ο οποίος είναι ταυτόσημος με την έκταση του θαλάσσιου πάρκου των βόρειων Σποράδων, όπου τα ελληνικά σκάφη απαγορεύεται να ψαρέψουν». Χαρακτήρισε, ωστόσο, «τραγελαφικό» το γεγονός ότι «οι Τούρκοι ψαρεύουν κοντά σε αυτή τη περιοχή κανονικά, ενώ για τους Έλληνες ψαράδες θεωρείται απαγορευμένη ζώνη». Εκτίμησε, τέλος, ότι οικονομικές επιπτώσεις είναι τεράστιες, δεδομένου ότι στη περιοχή του βορειανατολικού Αιγαίου υπάρχουν περίπου 500 τουρκικά σκάφη, τα οποία είναι διπλάσια από τα ελληνικά. Ωστόσο, πέρα από τις οικονομικές επιπτώσεις, ο κ. Δουαλτζής αναγνώρισε και ηθικές. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι «όταν, εμείς το καλοκαίρι παροπλίζουμε τα σκάφη μας για τέσσερις μήνες προκειμένου να ολοκληρωθεί η αναπαραγωγική διαδικασία του ψαριού, το ίδιο ακριβώς διάστημα, οι Τούρκοι ενταντικοποιούν την αλιεία τους».

http://tovima.dolnet.gr/default.asp?pid=2&ct=32&artid=247797

http://www.enet.gr/online/online_text/c=110,dt=02.01.2008,id=94091808

http://www.paron.gr/v3/new.php?id=21823&colid=25&dt=2008-01-06

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Λογοτεχνία «κλεινούν άστεως»

Από τον Γρηγόρη Μπέκο

Ο Κώστας Κατσουλάρης, με τον Μικρό Δακτύλιο, τις νέες αθηναϊκές του ιστορίες, ταράζει λίγο το πρίσμα μέσω του οποίου βλέπουμε την Αθήνα. Πιστεύει ότι μπορούμε να την αγαπήσουμε ειλικρινά και ανατρέπει τον κοινώς αποδεκτό αρνητισμό μας. Συμφωνήσαμε σε πράγματα αλλά περισσότερο διαφωνήσαμε. Το πεδίο σύγκρουσης και αναφοράς; Η Αθήνα και το κέντρο της φυσικά…

Πρόσφατα, οι κάτοικοι δύο εξαιρετικά ιστορικών περιοχών του κέντρου της Αθήνας, των Εξαρχείων και του Κολωνακίου, ανέλαβαν δράση, απέναντι σε δύο πολύ θλιβερά για αυτούς γεγονότα. Μια ομάδα πολιτών κατέβηκε στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, διαμαρτυρόμενη με πανό και πλακάτ για την αδυναμία τους πλέον να περπατήσουν στα πεζοδρόμια των Εξαρχείων. Η ανεξέλεγκτη στάθμευση έχει πάρει δραματικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να έχει εκτοπίσει στην κυριολεξία τον άνθρωπο. Το κέντρο της Αθήνας είναι στα όριά του. Η τραγική ειρωνεία είναι πως κάτω από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Χωροταξίας, γίνεται η πλέον κραυγαλέα παράβαση, με «υπουργικά» αυτοκίνητα να κλείνουν το πεζοδρόμιο. Ακόμη χειρότερα, οι κάτοικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να βαδίζουν, ούτε καν σε ήδη τριτοκοσμικά πεζοδρόμια, που επιφυλάσσουν κινδύνους, πονηρές τρύπες και ανισόπεδα κομμάτια. Το πώς ένας άνθρωπος με κινητικά προβλήματα κινείται, αν κινείται σε αυτούς τους χώρους, είναι ένα ζητούμενο, που μάλλον ακόμη ζητά απάντηση. Κάποιοι κάτοικοι του Κολωνακίου, από την άλλη, αντέδρασαν όταν η δημοτική αρχή αποφάσισε να ξεριζώσει, της ιστορικής πλέον σημασίας, νερατζιές που κοσμούσαν ορισμένα στενοσόκακα του. Η απαίτηση για μια ποιότητα ζωής σε μια ήδη βεβαρημένη πόλη δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητη, κι έτσι οι κάτοικοι προέβησαν σε αυτές τις πρωτότυπες μορφές ακτιβισμού. Πέραν τούτου, η κίνηση των κατοίκων του Κολωνακίου, μπορεί να είχε και μια βαθύτερη διάσταση, που έχει να κάνει με τη μνήμη τους. Τι ένιωσαν άραγε εκείνοι, ότι θα ξεριζωνόταν μαζί με τις νερατζιές; Μήπως, μαζί με τους κορμούς των δέντρων, θα έχαναν έναν κοινό τόπο της συλλογικής τους εμπειρίας, έναν κοινό τόπο αναφοράς και συνοχής; Το νέο βιβλίο του Κώστα Κατσουλάρη Μικρός Δακτύλιος, δίνει μια πρώτη απάντηση, σε όσους το αναζητήσουν. Εκ των υστέρων (της ανάγνωσης) θα διαλυθούν οι όποιες υπόνοιες ελαφρότητας μπορεί να συνοδεύουν τα παραπάνω ερωτήματα.

Ο Κώστας Κατσουλάρης, συγγραφέας, κριτικός της λογοτεχνίας και δημοσιογράφος, μας ξεναγεί στους χώρους που οριοθετεί ο Μικρός Δακτύλιος, αυτή την περιοχή γύρω από τον Λυκαββητό, και μας κάνει συμμέτοχους των παθών των χαρακτήρων του. Με σαρκαστικούς τόνους, λανθάνουσα ειρωνεία, και μια διάθεση να εμβολιαστεί η πραγματικότητα με λίγη ανατροπή, καταφέρνει να δημιουργήσει μια οικειότητα ανάμεσα στον αναγνώστη και στους αντιήρωες του, σε σημείο που να μπορεί κάποιος να τους προσπεράσει, περπατώντας στη Σκουφά ή στη Δεινοκράτους. Ο υπότιτλος του βιβλίου παραπέμπει σε μια παλαιότερη προσπάθεια του Χρίστου Βακαλόπουλου κατά τη δεκαετία του 80’, και συνιστά έναν τύπο συγγραφικού «αθηναϊκού» διαλόγου. «Ο Βακαλόπουλος ήταν ένας συγγραφέας ταυτισμένος με το κέντρο της Αθήνας, και πέρα από το γεγονός ότι ζούσε στη Κυψέλη, είχε κάνει την πόλη, όπως και εγώ, κεντρική σκηνή του έργου του, είχε θεωρητικοποιήσει, κατά κάποιον τρόπο, το γεγονός ότι ήταν κάτοικος της πόλης. Είχε βγάλει μια σειρά διηγημάτων που τιτλοφορούνταν Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες, και που έχω βάλλει κι εγώ ως υπότιτλο στο δικό μου βιβλίο. Πέρα απ’ αυτό, με τον Βακαλόπουλο αισθάνομαι ένα είδος συγγραφικής συγγένειας, ήταν ένας άνθρωπος πολυπράγμων, έκανε κριτική, κινηματογράφο, έγραφε, ήταν διανοούμενος, και γενικώς ήταν ένα είδος συγγραφέα, με το οποίο νιώθω αρκετά κοντά». Η Αθήνα άραγε τι προσφέρει σε έναν συγγραφέα, σαν καμβάς για το έργο του; «Ποτέ δεν το σκέφτηκα έτσι. Δεν έχω και τίποτα άλλο! Δε γράφω καθαρά βιωματικά, ιστορίες της καθημερινότητας, δεν είναι αυτό το στυλ μου. Με ενδιαφέρει αυτό που ζω. Από δεκαοκτώ χρονών μένω στον ευρύτερο χώρο του κέντρου της Αθήνας, και αυτός είναι ο αναγκαστικός χώρος δράσης των βιβλίων μου. Ο χώρος όμως δεν είναι κάτι ουδέτερο, επηρεάζει το πώς σκέπτονται και πώς τον βιώνουν οι άνθρωποί του».

Τι μπορεί να μας προσφέρει ο Μικρός Δακτύλιος, σε σχέση με τα παλαιότερα βιβλία, που βάζουν την Αθήνα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας; «Η καινούργια σχετικά ιδέα, σε αυτό το βιβλίο, είναι ότι την Αθήνα έχουμε αρχίσει να τη βλέπουμε με ένα θετικό πρόσημο. Στη δεκαετία του 80’, πολύ έντονα, και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 90’, θεωρούσαμε ότι ζούσαμε σε αυτήν την πόλη απλώς καταδικασμένοι, βρώμικα, άθλια, και μας διέκρινε γενικώς ένας μεγάλος αρνητισμός απέναντί της. Σήμερα αναπτύσσεται μια κουλτούρα της Αθήνας, με θετικές προδιαγραφές που προσπαθεί να δημιουργήσει νέα πράγματα. Οι άνθρωποι έχουν αποδεχθεί ότι εδώ θα είναι η ζωή τους, ότι έχει αποκοπεί ολότελα ο ομφάλιος λώρος με την επαρχία, και διαμορφώνεται μια διαφορετική αντίληψη. Έτσι αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί κανείς στην πόλη».

Μήπως είναι λίγο ανέξοδο να το λέει αυτό ένας συγγραφέας, το ότι όλοι οφείλουν αναγκαστικά να συμφιλιωθούν με τον αβίωτο -εν πολλοίς - βίο της πόλης, που έχει βρει μια «παρηγοριά» στη λογοτεχνία; «Και εμείς στην πόλη ζούμε! Λίγο πολύ τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουμε, όταν π.χ. μια απεργία μας εμποδίζει να πάμε στη δουλειά μας. Ίσως οι πιο χαλαροί ρυθμοί της ζωής ενός συγγραφέα, του δίνουν τον χρόνο να σκεφτεί και να δει τα πράγματα διαφορετικά. Πάντως το βίωμα είναι λίγο πολύ ίδιο, δε χρειάζεται να πας στη φάμπρικα αναγκαστικά για να καταλάβεις τον εργάτη, μπορείς να μπεις λίγο στη θέση των άλλων. Όλοι αναπνέουμε τον αέρα της, μπαίνουμε στα λεωφορεία, ξέρουμε ότι είναι μια πόλη με υπερβολικό θόρυβο και φοβερή κίνηση!» σημειώνει ο συγγραφέας.

Του λέω ότι τα διηγήματά του δημιουργούν μια αίσθηση «γραφειοκρατική» των σχέσεων, του έρωτα, της εμπειρίας σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και μια απόκοσμη πλευρά, κλειστοφοβική. Τον ρωτάω αν όλα έχουν καταντήσει λίγο μηχανικά πλέον. Φέρνω ως παράδειγμα το διήγημα «Κυρίως Σώμα». Δε το δέχεται. «Βιώνω παράδοξα τα πράγματα, και οι καταστάσεις που με ιντριγκάρουν είναι τέτοιες. Δεν υπάρχει εξ’ αρχής σκοπός, δεν είναι ότι τα πράγματα είναι βαρετά, και προσπαθώ να τα γράψω πιο ενδιαφέροντα». Παραδέχεται παρά ταύτα ότι «υπάρχει στα διηγήματα ένα αλαλούμ, κάπου μια έλλειψη αξιών, αλλού μια έντονη μοναξιά, περιγραφές για το πόσο εύκολα στη μεσαία τάξη οι άνθρωποι αλλάζουν ταίρι κτλ». Συμφωνούμε στο ότι αποτυπώνονται πολλές διαφορετικές εκδοχές ζωής. Στην προκειμένη περίπτωση μας σώζει η αμφισημία της σύγχρονης Αθήνας, το μόνο σίγουρο που την χαρακτηρίζει και που μπορεί κανείς να τις προσάψει άνετα ως κατηγορία. Μήπως η Αθήνα έχει κάτι που να την διαφοροποιεί από τον συμβατικό αστικό τρόπο ζωής; «Η Αθήνα δεν είναι μια πόλη που έχει έναν τυπικό αστικό τρόπο ζωής, είναι μια πόλη που το προσπαθεί, είναι σε μια διαδικασία wanna be, και τα τελευταία χρόνια ως ένα βαθμό το έχει καταφέρει. Ο αστικός τρόπος ζωής δεν είναι κάτι που αποφασίζεται, με χρήματα ή διάθεση από κάποιους, γεννιέται μέσα από ευρύτερες δομές. Δομή είναι ακόμη και το μετρό, που συμβάλλει εν προκειμένω στη δικτύωση της πόλης. Όλα αυτά τα έργα διαμορφώνουν και μια αστική κουλτούρα με την έννοια του urban, όχι με την έννοια του μπουρζουά, γιατί αυτό το έχουμε χάσει προ πολλού ή υπάρχει σε ελάχιστες περιπτώσεις. Το «αστικό» για την Αθήνα, είναι κάτι εν εξελίξει, που ακόμη το αναζητούμε». Τι ακριβώς είναι η ανθρωπογεωγραφία μιας πόλης και πώς ο συγγραφέας επιλέγει τους τύπους των βιβλίων του; «Η ανθρωπογεωγραφία είναι, εν τινί τρόπω, μια κατανομή στο χώρο και στο χρόνο διαφορετικών ανθρώπινων τύπων. Ουσιαστικά ο τόπος, η Αθήνα εν προκειμένω, ορίζει την σκηνή, μέσα στην οποία αναπτύσσονται καταστάσεις που παραπέμπουν σε κάποιους τύπους ανθρώπων, όχι όμως με την στενή καθαρά ηθογραφική έννοια. Δεν είναι τύποι που φτιάχνει η τηλεόραση, με πολλά λεφτά και άνεση, αλλά είναι κάποιες συμπεριφορές που είναι λίγο πολύ κοινός τόπος, λες «αυτό γίνεται». Το δεύτερο σκέλος που αφορά την επιλογή δεν ξέρω να στο απαντήσω».

Ανοίγω το βιβλίο και πέφτω πάνω σε έναν σκοτεινό ήρωα του διηγήματος «Το όνομά μου είναι deny». Σε ένα παραληρηματικό ύφος, μιας μπρεχτικής έμπνευσης, ο deny καταλήγει στην εξής κριτική για την Αθήνα: πόλη, κουτοπόνηρων επαρχιωτών, πρεζάκηδων κι αερικών, νεόπλουτων, φανατικών μικροαστών. Ρωτάω τον Κατσουλάρη αν αυτού του είδους η κριτική είναι λίγο ξεπερασμένη. «Μπορεί…Μπορεί να είναι περισσότερο η δεκαετία του 80’ αυτό το πράγμα. Εκφράζει έναν αρνητισμό αυτή η σειρά επιθέτων, που δεν εμπεριέχει αυτή τη νέα κατάσταση. Πάντως ο πυρήνας παραμένει αυτός, όσο αισιόδοξα κι αν το δει κανείς. Υπάρχουν και νέα πράγματα αλλά αυτό είναι κάτι με το οποίο όλοι συναντιόμαστε»…

Η Αθήνα βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση, γίνεται όλο και περισσότερο πολυπολιτισμική, και μάλλον απέχει ακόμη από το να καταστεί μητρόπολη. Πώς υποδέχεται ο κάτοικος της πόλης, τον ξένο, τον μετανάστη, «Αυτόν τον άλλο», φοβικά, με απάθεια; «Όλα υπάρχουν. Το σίγουρο είναι ότι είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί κανείς πλέον να την αγνοήσει: έγινε μια πολύ βίαιη αλλαγή κυρίως στην πόλη με την είσοδο των μεταναστών. Έγινε πολύ γρήγορα, και η Αθήνα δοκιμάστηκε περισσότερο, τηρουμένων των αναλογιών, σε σχέση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Σε γενικές γραμμές δεν έχουμε αντιδράσει τόσο άσχημα, όσο θα περίμενε κανείς, ειδικά στην πόλη, γιατί η επαρχία είναι πιο περίπλοκη κατάσταση… Η πολιτεία δεν έχει κάνει σχεδόν τίποτα για την ενσωμάτωση αυτών των ανθρώπων, δηλαδή συνοικίες ολόκληρες έχουν καταληφθεί με άναρχο τρόπο, και αυτό σου δημιουργεί μια αμηχανία, όσο ανοιχτός κι αν νιώθεις. Είναι θέμα πολιτικής, που εν προκειμένω απουσιάζει. Τα πράγματα γίνονται μόνα τους. Με κάποιον τρόπο έρχονται, με κάποιον τρόπο βρίσκουν κάπου να μείνουν, υπάρχουν, και σε συγκεκριμένα μέρη της πόλης κινούνται μόνο αυτοί. Σου δημιουργείται μια αμηχανία, ένα σοκ να νιώθεις ότι είσαι ξένος, ανάμεσα σε άλλους δύο που κι αυτοί είναι μεταξύ τους ξένοι. Συμβαίνει αυτό και στο Παρίσι αλλά οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να ενσωματώνονται ευκολότερα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια πραγματικότητα πλέον. Καλά το να είσαι ακραία ξενοφοβικός δε το συζητάμε, αλλά από την άλλη δε μου αρέσει και αυτός ο εξωραϊσμός, ότι όλα είναι πολύ ρομαντικά και χρωματιστά. Δεν είναι έτσι. Μιλάμε για τη δυστυχία αυτών των ανθρώπων, υπάρχει πορνεία, σκληρά πράγματα από πίσω»…

Στο διήγημα «Αυτός ο Άλλος» ο συγγραφέας πραγματεύεται, με ωραίες χρονογραφικές περιγραφές, τη νέα κατάσταση σε περιοχές όπως η Ομόνοια. Ο ήρωας του, που είναι συγγραφέας, έχει μπουχτίσει από το βαρύθυμο κέντρο, και αναζητά αλλού τα θέματά του. Ερωτεύεται μια Ιρανή, θύμα της εκμετάλλευσης κάποιων άλλων μεταναστών. Αυτή η μετατόπιση είναι συμβολική; «Την αισθανόμαστε αυτή την μετατόπιση, ο ήρωας νιώθει ότι αυτό που βράζει πλέον έχει μετατοπιστεί από το παραδοσιακό κέντρο προς άλλες συνοικίες. Κοντολογίς το παιχνίδι παίζεται αλλού! Αυτή η στροφή είναι και συμβολική και ρεαλιστική, με μια διάθεση βέβαια ειρωνική και καρικατουρίστικη. Από την άλλη, δεν μπορείς να γίνεις ένας άλλος επειδή θα το αποφασίσεις. Στην άλλη πλευρά της πόλης, στην άγρια πλευρά της ζωής, δε μπορείς να κάνεις τουρισμό. Πολλά πράγματα καταντούν λίγο μοιραία. Τα κοινωνικά φαινόμενα, τις αλλαγές, πρέπει ο καθένας να τις περνά μέσα από το δικό του οικοσύστημα, αυτό που ξέρει και εμπιστεύεται, οτιδήποτε άλλο είναι επιδερμικό. Αυτός ο σαρκαστικός τόνος κυριαρχεί, επειδή ήθελα να ανατρέψω αυτήν την πολιτικώς ορθή τάση να μιλάμε ανέξοδα για τον άλλο και τον ξένο. Στην κοινωνιολογία είναι καλό αυτό, αλλά στη λογοτεχνία καμιά φορά καταντά νερόβραστο».

Τι συμβαίνει όμως με τις «γωνιές συνενοχής» αυτής της πόλης; Τα στέκια έχουν ημερομηνία λήξης; «Τα στέκια είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Τα στέκια μου έχουν σώσει τη ζωή. Στην πόλη δε μπορείς να ζήσεις χωρίς στέκια, ιδίως σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής σου. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, επιβίωσα επειδή μπορούσα μόνος, να φύγω από το σπίτι, να πάω σε ένα καφέ ή σε ένα μπάρ, και να αισθάνομαι άνετα εκεί βρίσκοντας ανθρώπους με τους οποίους ανέπτυσσα μια οικειότητα και μια ζύμωση. Στέκια υπήρχαν, και πιστεύω ότι συνεχίζουν να υπάρχουν. Η Αθήνα αυτή τη στιγμή ζει μια κοσμογονία, προχωράς για παράδειγμα στα Εξάρχεια, και κάθε μέρα ανακαλύπτεις ένα καινούργιο μαγαζί. Όλα βράζουν, υπάρχει μια πολύ μεγάλη κινητικότητα, και δημιουργικές καταστάσεις που δεν αποτυπώνονται στις κυρίαρχες εικόνες της κοινωνίας»…

Η συζήτηση περνά στο ιδιαίτερο διήγημα «Ο σωσίας του Κωνσταντίνου Τζούμα». Προφανώς ο Τζούμας, είναι μια αφορμή για τον λογοτέχνη, ωστόσο υπάρχουν τέτοιου είδους φιγούρες, εμβληματικές, που να χαρακτηρίζουν σήμερα την Αθήνα; «Υπάρχουν φιγούρες, και μάλλον υπάρχουν και κάποιοι που προφανώς δεν γνωρίζω. Εδώ ισχύει το «ο καθένας ξέρει τα του χωριού του». Στην περιοχή που κυκλοφορώ εγώ υπάρχουν. Αν πάρουμε για παράδειγμα το Κολωνάκι, ο Τζούμας είναι εμβληματική περίπτωση, είναι που δε σταματάει και καθόλου…Είναι σαν αερικό. Υπάρχει επίσης και μια ομάδα των μποέμ του Κολωνακίου, που αναγνωρίζεις άνετα, αλλά οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν το χώρο, και του προσδίδουν σημασία. Στο Φίλιον (γνωστό καφέ του Κολωνακίου) για παράδειγμα υπάρχει ολόκληρη πανίδα»…

Κολωνάκι! Θέμα συνυφασμένο με την Αθήνα. Λέει, αναλογιζόμενος, ο σκεπτικιστής ήρωας του διηγήματος «Φίλιον Πύρ»: «πλάκα έχουν αυτά, συνεισφέρουν με τον τρόπο τους σε μια αστική μυθολογία που η Αθήνα τη χρειάζεται. Ειδάλλως, δεν θα μείνει τίποτα όρθιο. Τα πράγματα αποκτούν αξία όταν αρχίζουν να τους αποδίδονται διαστάσεις, που κάτω από ένα ψυχρό φως, δεν διαθέτουν. Όταν τα καφενεία αρχίζουν να σημαίνουν για τους ανθρώπους κάτι περισσότερο από τα ντουβάρια τους. Όταν δηλαδή οι άνθρωποι αρχίζουν να υπερτιμούν τη σημασία που έχουν διάφοροι χώροι. Διαφορετικά, όλα θα είναι απλώς καρέκλες, τραπέζια και τασάκια, σε ποικίλους σχηματισμούς…Ίσως αυτό να είναι και το μοναδικό καλό πια με το Κολωνάκι. Υπάρχει κόσμος που πιστεύει ότι «κάτι παίζεται» εδώ. Το πιστεύει τόσο, που στο τέλος ίσως και κάτι να παίζεται. Λίγα πράγματα βέβαια». Κάπως έτσι φτιάχνεται ένας αστικός μύθος. Μήπως έχει αρχίσει, όμως, το Κολωνάκι να αναδίδει μια μυρωδιά ναφθαλίνης; «Όπως σε όλα τα πράγματα υπάρχουν δύο όψεις. Υπάρχει και αυτή η μεριά «της ναφθαλίνης», κάποιες ηλικιωμένες κυρίες ενδεχομένως με τα σκυλάκια τους, υπάρχει και η πλευρά αυτών που επισκέπτονται το Κολωνάκι λόγω του αστικού του μύθου, οι κοπέλες π.χ. από το Μπουρνάζι που πάνε για καφέ στη Χάριτος. Υπάρχει και το ανθρώπινο Κολωνάκι, των κατοίκων του, που αναδίδει μια πολύ πολιτισμένη αίσθηση, κάτι το αστικό, αλλά με μια συμπαθητική ματιά, όχι απαραίτητα κακή» ισορροπεί τα πράγματα ο Κατσουλάρης.

Ομολογουμένως οι αστικοί μύθοι είναι κι αυτοί παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία κοινών τόπων αναφοράς, και στην αίσθηση του συνανήκειν. Πρέπει όμως να τους συντηρούμε, όταν αρχίζουν να ροκανίζονται; «Είναι η αφήγηση για αυτά τα μέρη μετά, είναι κάτι άλλο από το τι γίνεται πραγματικά, γιατί στην πραγματική ζωή δε συμβαίνουν και σπουδαία πράγματα. Είναι παράγοντας η αστική μυθολογία μιας χαμένης συνεκτικότητας. Δεν μπορεί να υπάρξει αλλιώς πόλη. Και ένα μεγάλο πρόβλημα της Αθήνας είναι ότι τα πάντα είναι πρόσκαιρα, και ότι τίποτα δεν αντιμετωπίζεται με την ιερότητα που υπάρχει σε άλλες πόλεις. Ένα δημοφιλές καφέ στη Γαλλία δεν θα κλείσει επειδή πέθανε ο ιδιοκτήτης του. Είναι θεσμός, δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει η χρήση του. Εδώ αυτό γίνεται και έτσι χάνεται μνήμη, επειδή δεν υπάρχει η αναγκαία συνέχεια στα πράγματα. Στην Αθήνα τα αντιμετωπίζουμε πρόσκαιρα, σαν να μην υπήρξε χθες, και σαν να μην υπάρχει αύριο. Είναι η επαρχιώτικη και η αμερικανική πλευρά μας. Έχουμε μια πλευρά, σα να είμαστε αμερικανάκια της επαρχίας, τα οποία δεν έχουν καμία μνήμη για τίποτα, καμία αίσθηση ιστορικότητας, μας αρέσουν τα Mall και τελείωσε. Έχουμε μια τέτοια πλευρά και γι’ αυτό μας αρέσουν πολύ τα εμπορικά κέντρα»…
Και τι γίνεται με την πολιτιστική κληρονομιά, αυτή τη διάσταση της πόλης, πώς την βιώνουν οι κάτοικοι της Αθήνας; Έγραφε ο Βακαλόπουλος, πριν από μια εικοσαετία, «…υπάρχουν πράγματα αιώνια όπως η Ακρόπολη. Το μέρος αυτό έγινε διάσημο και το επισκέπτονται απ’ όλα τα μέρη της γης. Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να το δούμε γιατί ζούμε πολύ κοντά, όποια στιγμή θέλουμε το βλέπουμε». Ο Κατσουλάρης πάει ένα βήμα παρακάτω, από την ωραία ειρωνεία του Βακαλόπουλου. «Σε σχέση με τα αρχαία αισθανόμαστε μεγάλο διχασμό μέσα μας. Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων που αν τους έλεγες να μπαζώσουν μερικά αρχαία, για να χτίσουν εμπορικό κέντρο, θα απαντούσαν «ναι να ξεμπερδεύουμε με αυτά». Είναι μια κληρονομιά που μας βαραίνει, την οποία βέβαια διεκδικούμε για να κάνουμε και τους καμπόσους. Στο βάθος όμως η νεοελληνική κουλτούρα, είναι κουλτούρα της αμνησίας και του εφήμερου».

Η συζήτηση περνά στη σχέση δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας. «Στο κατώφλι του 21ου αιώνα», έγραψε ο νομπελίστας Κούτσι, «είναι δύσκολο να διακριθεί ο συγγραφέας από το δημοσιογράφο». Το διφυές, εσχάτως, της ιδιότητας του Κατσουλάρη, που είναι κυρίως λογοτέχνης και μετά δημοσιογράφος, απαντά. «Είναι δύο διαφορετικές δουλειές. Ο δημοσιογράφος δε βγάζει ιστορίες από το μυαλό του, πρέπει να λέει κάτι με σημασία, οριοθετούμενο από το χώρο και το χρόνο, ενώ ο λογοτέχνης, αυτός που ασχολείται με τη λογοτεχνία και όχι το story telling, έχει παραδοσιακά άλλους σκοπούς. Υπάρχει όμως ένας δύσκολος διαχωρισμός, ανάμεσα στην παράδοση της λογοτεχνίας και στο συνεχώς διογκούμενο σώμα αφηγήσεων που υπάρχουν, κι αυτό προβληματίζει. Η λογοτεχνία δεν είναι απλώς παιχνίδι με τις λέξεις, είναι μια προσπάθεια να βρεις νέες πραγματικότητες με το εργαλείο της γλώσσας, να δεις πέρα από τους κοινούς τόπους και τα στερεότυπα, να φτιάξεις νέες δυνατότητες ύπαρξης, άλλες ζωές τελείως. Χρησιμοποιεί το κατεξοχήν «ανθρωπιστικό» εργαλείο, σε σχέση με τις άλλες αφηγηματικές τέχνες, όπως ο κινηματογράφος για παράδειγμα, αυτό τη διαφοροποιεί».

Τον ρωτάω, έπειτα, τι θα έπρεπε να είχε μια σύγχρονη αθηναϊκή ιστορία, ώστε να είναι ελκυστική για έναν ξένο αναγνώστη. «Είναι μια λάθος αρχή, να σκέφτεσαι λογοτεχνικές ιστορίες μέσα από το μάτι ενός ξένου αναγνώστη. Εμένα με ενδιαφέρει να το διαβάσει αυτός που ζει εδώ, και να ανατραπεί το βλέμμα του στα πράγματα. Μέσα σε μια κοινή πραγματικότητα, να δει αλλιώς τη ζωή». Μήπως αυτό όμως είναι μια έκφανση της εσωστρεφούς τάσης, που διακρίνει τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία; «Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία δεν καταφέρνει να μιλήσει καλά γι’ αυτό που γίνεται εδώ, και γι’ αυτόν που το βιώνει εδώ. Αν το καταφέρεις έχει καλώς, διαφορετικά αποτυγχάνεις. Υπάρχουν πολλοί που προσπαθούν να «πουλήσουν» την χώρα ως προϊόν μέσω της λογοτεχνίας, να την κάνουν κατανοητή στους άλλους, αλλά αυτό έχει ποια χαθεί, με εξαίρεση ίσως τον Μάρκαρη που έχει κάνει ένα ωραίο πακέτο με την αστυνομική λογοτεχνία. Πλέον δεν έχουμε κανένα ενδιαφέρον, αυτό είναι το βαθύτερο πρόβλημά μας, σε αυτό το επίπεδο».

Ένα εξαιρετικά σημαντικό κομμάτι της εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής διαδραματίζεται στην Αθήνα. Μήπως υπάρχει μια σχέση εξάρτησης ανάμεσα στους λογοτέχνες και το χώρο τους, την Αθήνα; «Δε νομίζω ότι η νεοελληνική πεζογραφία έχει δει την Αθήνα όσο θα έπρεπε» λέει ο Κατσουλάρης και με παραξενεύει. «Υπήρξε μια έντονη τάση, από τη δεκαετία του 90’ και μετά, να βγούμε προς το εξωτερικό, να κάνουμε την αφήγηση πιο κινητική, με αποτέλεσμα να χαθεί το βιωματικό υπόβαθρο, αυτό που λέμε ότι «υπάρχει ψωμί». Είχαμε απλά χαρακτήρες που μετακινούνταν, και καταλήξαμε σε έναν ανέξοδο κοσμοπολιτισμό. Υπάρχει τώρα, από την άλλη μια τάση για μια λογοτεχνία καθαρά φανταστικού επιπέδου. Υπάρχει και ένα πρόβλημα ταυτότητας που έχουμε οι Έλληνες. Δεν είμαστε ακριβώς το κέντρο των πραγμάτων. Θες να είσαι επίκαιρος και μοντέρνος, ταυτόχρονα όμως ζεις στην «επαρχία». Αυτό είναι ένα πρόβλημα, και καθώς ομογενοποιείται ο κόσμος, είναι ένα αίσθημα που μέσα μας είναι έντονο. Άλλοι προσπαθούν να βρουν απαντήσεις σε προβλήματα που δε λύνονται μια και έξω. Έτσι καταλήγουν να γράφουν καθαρά τοπικιστικά, θεωρώντας ότι αυτό μπορεί να καταστεί και παγκόσμιο».

Ας μείνουμε όμως στην Αθήνα. Μου διαχωρίζει τη δική του θέση, λέγοντας ότι δεν είναι αθηναιογράφος. Τι είναι όμως ακριβώς ο αθηναιογράφος; «Ο «αθηναιογράφος» ορίζεται, πέραν του ότι γράφει κάποιου είδους πεζογραφία για την Αθήνα και τους χαρακτήρες της, και από ένα ιδιαίτερο αφηγηματικό στυλ, αν και κάποιος φιλόλογος θα μπορούσε να δώσει επαρκέστερες εξηγήσεις. Είναι μια προσέγγιση που έχει μια ηθογραφική πλευρά, μια προσπάθεια να περιγραφεί η ζωή στη πόλη, ωσάν κάποιος που δεν είναι εκεί να την κατανοήσει. Ας πούμε, ένας σύγχρονος «αθηναιογράφος» με τον τρόπο του είναι μάλλον ο Μένης Κουμανταρέας, με τη νοσταλγία διάχυτη γι’ αυτά που έχουν παρέλθει. Δεν κάνω αυτό το πράγμα ακριβώς, δεν θα έλεγα σε κάποιον «αν θες να μάθεις για τη ζωή στην Αθήνα, πάρε και διάβασε το βιβλίο μου»…

Ποιος είναι όμως ο συνεκτικός ιστός, όλων των αθηναϊκών ιστοριών από καταβολής του είδους στην νεοελληνική λογοτεχνία, κυρίως από τη δεκαετία του 50 και μετά; «Διακινδυνεύω να πω, ότι είναι μάλλον αυτή η διάσταση της Αθήνας που προσπαθεί να γίνει πραγματική πρωτεύουσα μιας χώρας του δυτικού κόσμου. Αυτό το βλέπουν όλοι κατά κάποιο τρόπο, μέσα από αυτή τη διαδικασία της αστικοποίησης».

Μια νέα εντελώς οπτική πάνω στη ζωή της πόλης, πρόσφατη σχετικά αλλά δυναμική, είναι τα free press, που έχουν μια αρκετά μεγάλη αναγνωσιμότητα. Τι ακριβώς επιτελούν αυτά τα έντυπα, δίνουν φωνή σε μια περιφερειακή κουλτούρα που δεν είναι mainstream, ή μήπως την κατασκευάζουν ταυτόχρονα; «Και τα δύο, αλλά σε μεγάλο βαθμό τη δημιούργησαν και τη δημιουργούν. Στην Ελλάδα είχαμε την τύχη να αναλάβουν τα δύο μεγαλύτερα free press έντυπα, άνθρωποι με μεγάλη πείρα, πολύ ικανοί, που καταφέρανε να κάνουν πράγματα με ένα άλφα χαρακτήρα και ποιότητα. Η Αθήνα πάντως, μέσω αυτών των δύο, της LIFO και της ATHENS VOICE κυρίως, έχει αλλάξει μπροστά στα μάτια των κατοίκων της. Αυτό είναι κάτι, είναι μια πολύ καλή αρχή. Από την άλλη, καμιά φορά τα free press εξωραίζουν υπερβολικά τα πράγματα, λες και ζούμε στη Νέα Υόρκη, αλλά και αυτά συμβάλλουν με τον τρόπο τους, στη θετική οπτική των πραγμάτων. Ίσως είναι να είναι ένας τρόπος να δημιουργηθεί ένα νέο φαντασιακό, λίγο πιο ανεκτικό απέναντι στην πόλη».


Επιστρέφω με το λεωφορείο, από τον χώρο της συνάντησης μας. Το μποτιλιάρισμα είναι αποπνικτικό και οι εξατμίσεις συνεισφέρουν αδιάκοπα στο νέφος της πόλης. Κολλάμε σε ένα φανάρι. Παντού φωνές και κακό. Ανοίγω το βιβλίο του Κατσουλάρη, εκεί τουλάχιστον υπάρχει ησυχία…



Ο Μικρός Δακτύλιος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Το βιβλίο φιλοξενεί στις σελίδες του και κάποιες αθηναϊκές «φέτες ζωής», φωτογραφίες τραβηγμένες από το κινητό τηλέφωνο του Καμίλο Νόλλα.

* Με μια λέξη…

Το πρώτο επίθετο που σου έρχεται συνειρμικά για την Αθήνα;
Αναβράζουσα…
Το ατού της Αθήνας;
Ο καιρός.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημά της;
Οι Έλληνες…
Τη μουσική ταιριάζει στους ρυθμούς της;
Το χίπ-χοπ…

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Τελικές εργασίες - Προθεσμίες

Επαναλαμβάνω για όσους δεν κατάλαβαν:
Η προθεσμία της πρώτης ομάδας για την τελική εργασία ήταν ως τις 31 Δεκεμβρίου.
Η προθεσμία της δεύτερης ομάδας για την τελική εργασία είναι ως τις 15 Φεβρουαρίου.

Ανακοίνωση για φοιτητές που παρακολούθησαν και πέρυσι το εργαστήριο

Οι φοιτητές που παρακολούθησαν και πέρυσι μαζί μου το μάθημα Διαδικτυακή Δημοσιογραφία στο πλαίσιο του εργαστηρίου VI και φέτος παρακολουθούν το εργαστήριο V παρακαλούνται να επικοινωνήσουν μαζί μου.
Βάια Δουδάκη

Εργασίες στο πλαίσιο του μαθήματος Διαδικτυακή Δημοσιογραφία

Απαντώντας σε δικές σας απορίες, επαναλαμβάνω: Κάθε φοιτητής, πέραν των παρουσιών που είναι υποχρεωτικές, στο πλαίσιο των μαθημάτων, θα πρέπει να μου έχει δώσει τρεις εργασίες: ένα σύντομο ρεπορτάζ για θέμα της επικαιρότητας, ένα σύντομο ρεπορτάζ για θέμα της επικαιρότητας σε δύο εκδοχές (η είδηση σε μία παράγραφο και η είδηση σε ένα σύντομο κείμενο) και ένα ρεπορτάζ 800 λέξεων με θέμα δικής σας επιλογής, όπου θα πρέπει να έχετε πραγματοποιήσει δική σας έρευνα και όπου θα πρέπει να εισάγετε συνδέσμους και φωτογραφίες. Σε περιπτώσεις καθυστερημένων εργασιών, θα υπάρχει επίπτωση στο βαθμό.

Ολοκλήρωση μαθημάτων - Τελική εργασία

Σας ενημερώνω ότι τα μαθήματα στο πλαίσιο του εργαστηρίου ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας έχουν ολοκληρωθεί.

Η προθεσμία της δεύτερης ομάδας για την τελική εργασία είναι ως τις 15 Φεβρουαρίου. Αν καθυστερήσετε δε θα υπάρχει χρόνος να βαθμολογηθείτε για το μάθημα.

Στο πλαίσιο της εργασίας θα πρέπει να γράψετε ένα άρθρο με θέμα δικής σας επιλογής, 800 λέξεων, όπου θα πρέπει να έχετε πραγματοποιήσει δική σας έρευνα και όπου θα πρέπει να εισάγετε συνδέσμους και φωτογραφίες. Ορισμένα εκ των άρθρων σας θα επιλεγούν προς δημοσίευση στην παρούσα ιστοσελίδα.
Βάια Δουδάκη