Σάββατο 30 Μαΐου 2009

Περί τυφλότητος

Σταματίνα Λουκά

Η διαφορά μεταξύ ενός τυφλού και ενός βλέποντα είναι η διαφορετική ποιότητα και ποσότητα των πληροφοριών που παίρνουν από το περιβάλλον που κινούνται. Για κάποιον που βλέπει η κίνηση στο χώρο επιτυγχάνεται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Αντίθετα, ένα τυφλό άτομο χρειάζεται να πραγματοποιήσει μια περίπλοκη νοητική διαδικασία και προσπάθεια προκειμένου να μετακινηθεί σε ένα γνωστό ή άγνωστο χώρο γι’ αυτόν.

Τα άτομα με πρόβλημα όρασης προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές ανάγκες, χρειάζονται εκπαίδευση στους τομείς της Κινητικότητας/ Προσανατολισμού (Κ-Π) και των Δεξιοτήτων της Καθημερινής Διαβίωσης (ΔΚΔ).

Τα άτομα αυτά χωρίζονται σε δυο κατηγορίες, στους εκ γενετής τυφλούς και στους νεοτυφλοθέντες, οι οποίοι έχουν χάσει την όραση τους τα τελευταία χρόνια της ζωής τους. Μπορεί επίσης, να αναφερόμαστε σε άτομα με ολική απώλεια όρασης ή με μερική όραση. Οι εκ γενετής τυφλοί μπαίνουν αμέσως σε πρόγραμμα εκπαίδευσης, σε ειδικό σχολείο και αργότερα εντάσσονται σε κανονικό με τη βοήθεια της παράλληλης διδασκαλίας στο σύστημα Braille. Οι νεοτυφλοθέντες, από την άλλη, χρειάζονται κάποιο χρονικό διάστημα ψυχολογικής υποστήριξης για να συνειδητοποιήσουν την καινούργια πραγματικότητα κι έπειτα με δική τους θέληση να ξεκινήσουν την εκπαίδευση.

Υπάρχουν διάφοροι οργανισμοί που έχουν δημιουργηθεί με σκοπό την εκπαίδευση των ατόμων με πρόβλημα όρασης, όπως ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Τυφλών, ο Φάρος Τυφλών της Ελλάδος και το Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών (ΚΕΑΤ).

Η εκπαίδευση είναι εξατομικευμένη και διαφοροποιείται ανάλογα με την αιτία απώλειας όρασης, το ποσοστό λειτουργικής όρασης, την ηλικία εκδήλωσης του προβλήματος όρασης, την ηλικία που ξεκινά την εκπαίδευση και την ύπαρξη πιθανών επιπρόσθετων δυσκολιών. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα προσαρμόζεται σύμφωνα με τις ανάγκες, επιθυμίες και τις δυνατότητες του εκπαιδευόμενου.

Το άτομο με πρόβλημα όρασης, πιο συγκεκριμένα, χρειάζεται εκπαίδευση στον τομέα της κινητικότητας και του προσανατολισμού με κύριο στόχο να κινείται με ανεξαρτησία, ασφάλεια, αποδοτικότητα και άνεση στον περιβάλλοντα χώρο του. Η κινητικότητα στηρίζεται σε τέσσερα βασικά στοιχεία:
1. το λευκό μπαστούνι με τις ειδικές τεχνικές ή άλλο βοήθημα (μπαστούνι λέιζερ ή σκύλος), το οποίο χρησιμοποιείται για να εντοπίζει τα εμπόδια και να βοηθά τα άτομα να κινούνται ανεξάρτητα, ενώ παράλληλα χρησιμεύει ώστε να αναγνωρίζεται το άτομο με πρόβλημα όρασης από το κοινό.
2. την ικανότητα του ατόμου με πρόβλημα όρασης να χρησιμοποιεί τις τεχνικές
3. την διάθεση του ατόμου να κινηθεί με ανεξαρτησία καθώς και
4. το περιβάλλοντα χώρο που κινείται το άτομο (προσβασιμότητα)

Εκπαιδεύτρια Κ-Π και Δ.Κ.Δ του Πανελλήνιου Συνδέσμου Τυφλών τονίζει το θέμα της προσβασιμότητας σε μια πόλη σαν την Αθήνα, αφού είναι από τις πλέον ακατάλληλες για ένα άτομο με πρόβλημα όρασης. Τα πεζοδρόμια είναι πολύ μικρά, αυτοκίνητα και μηχανάκια παρκάρουν πάνω σε διαβάσεις πεζών, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λακκούβες και τα ειδικά ανάγλυφα πλακίδια στα πεζοδρόμια αλλά και στους εσωτερικούς χώρους που βοηθούν τους τυφλούς να καταλάβουν αν βαδίζουν σε ευθεία, αν υπάρχει στροφή ή κάποιο εμπόδιο δεν έχουν εφαρμοστεί παντού με αποτέλεσμα να δυσκολεύουν την ανεξάρτητη κίνηση τους.

Ο προσανατολισμός αφορά στην εκπαίδευση του ατόμου να μπορεί να ανταποκρίνεται σε διάφορες καταστάσεις και πληροφορίες του περιβάλλοντα χώρου. Πραγματοποιείται τοποθετώντας μόνιμα σημάδια στο χώρο (στύλους, μαγαζιά κλπ), ή ενδείξεις (άνεμος, ήχοι, μυρωδιές). Αποτελεί ίσως το δυσκολότερο κομμάτι της εκπαίδευσης.
Η εκπαίδευση στις Δεξιότητες Καθημερινής Διαβίωσης περιλαμβάνει τεχνικές με τις οποίες το άτομο με πρόβλημα όρασης καλύπτει μόνο του και με ασφάλεια το σύνολο των καθημερινών δραστηριοτήτων τόσο στο προσωπικό του χώρο όσο και στο χώρο εργασίας του. Προσφέρει δηλαδή, στο άτομο μια πλήρη ανεξαρτησία σε βασικούς τομείς όπως η προσωπική υγιεινή και φροντίδα, η αυτοεξυπηρέτηση του σε δραστηριότητες όπως η φροντίδα του σπιτιού, το μαγείρεμα, το ράψιμο κλπ. Η εκπαίδευση στις Δ.Κ.Δ. συμβάλλει και αυτή με τη σειρά της στην εικόνα που έχει ο εκπαιδευόμενος για τον εαυτό του και στην εικόνα που έχουν οι άλλοι για εκείνον. Με την εκμάθηση μιας σειράς τεχνικών το άτομο μειώνει την εξάρτησή του από τα άτομα του συγγενικού ή φιλικού περιβάλλοντος όσον αφορά δραστηριότητες της καθημερινότητας. Οργανώνει το χώρο του βάζοντας τις δικές του προδιαγραφές ουσιαστικά στην ποιότητα της ζωής του.

Στην Ελλάδα μόλις τις τελευταίες δεκαετίες αναγνωρίστηκε η αναγκαιότητα της εκπαίδευσης στους τομείς της Κ/Π και των Δ.Κ.Δ. των ατόμων με πρόβλημα όρασης και μόλις 11 εκπαιδευτές καλύπτουν τις ανάγκες 24.000 εγγεγραμμένων στην πρόνοια ατόμων με πρόβλημα όρασης. Τα περισσότερα άτομα με πρόβλημα όρασης παρά τις όποιες δυνατότητες και σπουδές τους εργάζονται ως τηλεφωνητές και συνταξιοδοτούνται πολύ γρήγορα.

Σημαντικό ζήτημα είναι και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει ο καθένας τους τυφλούς ανθρώπους. Τυφλή γυναίκα που επισκέπτεται μια τράπεζα λέει: «Πάω στην τράπεζα και συνήθως απευθύνουν το λόγο στο συνοδό μου. Απαντάω εγώ και απευθύνονται ξανά στο συνοδό μου. Αν τύχει να έχω τα νεύρα μου λέω «Δεν πήρατε το μήνυμα ότι εγώ απαντάω για αυτά που θέλω.» Επίσης, όταν κάποιος θέλει απλά να βοηθήσει έναν τυφλό πεζό να διασχίσει το δρόμο οφείλει να τον ρωτήσει αν χρειάζεται βοήθεια κι όχι να πάρει από μόνος του την πρωτοβουλία να τον πιάσει και να τον τραβήξει.

http://www.keat.gr/categories.php?lang=gr&CID=5&sub_id=41

Δεν υπάρχουν σχόλια: